Ἀρκαδικοῦ

Ἀρκαδικοῦ
Ἀρκαδικός
Arcadian
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Liste de ponts de Grèce — Cette liste de ponts de Grèce a pour vocation de présenter une liste de ponts remarquables de Grèce, tant par leurs caractéristiques dimensionnelles, que par leur intérêt architectural ou historique. Le pont Rion Antirion La catégorie lien donne… …   Wikipédia en Français

  • Epidavros — Gemeinde Epidavros (Δήμος Επιδαύρου) …   Deutsch Wikipedia

  • κίδαρις — Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • κυβήβη — κυβήβη, ἡ (Α) είδος αρκαδικού υποδήματος …   Dictionary of Greek

  • σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… …   Dictionary of Greek

  • σχοινεύς — έως, ὁ, Α 1. είδος άγνωστου πτηνού 2. ως κύριο όν. Σχοινεύς μυθ. γιος τού Αθάμαντος και τής Θεμιστούς, πατέρας τής Αταλάντης και τού Κλυμένου, επώνυμος οικιστής τής βοιωτικής πόλης Σχοίνου και τού αρκαδικού Σχοινούντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος +… …   Dictionary of Greek

  • φιαλώ — Κόρη του αρκαδικού ήρωα Αλκιμέδοντα, που γέννησε κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία από τον Ηρακλή τον Αιχμαγόρα. Ο πατέρας της, για να την τιμωρήσει, την έδεσε σε ένα δέντρο σε κάποιο βουνό και δίπλα της απόθεσε το βρέφος, για να γίνουν βορά των …   Dictionary of Greek

  • Ασκληπιείου, δήμος — Δήμος (4.804 κάτ.) του νομού Αργολίδος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις κοινότητες Αγίου Δημητρίου, Αδαμίου και Αρκαδικού, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρέτ, Ζουάου Μπαπτίστα ντα Σίλβα Λεϊτάου ντε Αλμέιντα — (Joao Baptista da Silva Leitao de Almeida Garrett, Οπόρτο 1799 – Λισαβόνα 1854).Πορτογάλος ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του πορτογαλικού ρομαντισμού στη λυρική ποίηση και στο θέατρο. Ένθερμος …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δράμας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας είναι ένα μικρό μουσείο (Πατριάρχου Διονύσου 2, Δράμα) που καλύπτει χρονολογικά την ανθρώπινη παρουσία στο νομό από τη μέση παλαιολιθική εποχή (50.000 χρόνια πριν από σήμερα) έως τις αρχές του 20ού αι. Η έκθεση των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”